Μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα εξασφαλίζει η βιολογική καλλιέργεια λάχανου απ’ ό,τι η συμβατική, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα έρευνας, για την οικονομικότητα και την τεχνική αποτελεσματικότητα των δύο συστημάτων στην Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων, τονίζεται πως σε ό,τι αφορά το οικογενειακό γεωργικό εισόδημα, ενώ στη συμβατική καλλιέργεια η απόδοση είναι 502 €/στρέμμα, στη βιολογική είναι πολύ υψηλότερη και φτάνει τα 1084 €/στρέμμα, παρουσιάζοντας μια διαφορά 582 €/στρέμμα (ποσοστό 116% υψηλότερο υπέρ της βιολογικής καλλιέργειας).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τους επιστήμονες Μυγδάκο Ευθύμιο, Καθηγητή, Ρεζίτη Αντώνιο, Αναπληρωτή Καθηγητή και Ζώζουλα Μαρία, Πτυχιούχο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων, με συμμετοχή και του Σωτηρόπουλου Ιωάννη, Επίκουρου Καθηγητή του ΤΕΙ Πρέβεζας.
Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν πρωτογενή στοιχεία από 81 εκμεταλλεύσεις της Κεντρικής Ελλάδας, με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου. Στις 43 από τις παραπάνω εκμεταλλεύσεις η καλλιέργεια του λάχανου γίνεται με το συμβατικό τρόπο, ενώ στις υπόλοιπες 38 γίνεται με το σύστημα της βιολογικής γεωργίας. Τα συγκεντρωθέντα στοιχεία αναλύθηκαν και υπολογίστηκαν τα οικονομικά αποτελέσματα κάθε εκμετάλλευσης χωριστά και συνολικά, καθώς και ο μέσος όρος των δύο τύπων εκμεταλλεύσεων, ώστε να υπάρχει ενιαία βάση σύγκρισης.
Η ανάλυση των δεδομένων αυτών έφερε στο φως ενδιαφέροντα αποτελέσματα, χρήσιμα για τους παραγωγούς, τα οποία και παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο, δεύτερο, Αναπτυξιακό Συνέδριο του νομού Καρδίτσας.
Από την ανάλυση των δεδομένων των ερωτηματολογίων των εκμεταλλεύσεων του δείγματος προκύπτει ότι το 50% των νοικοκυριών και στις δύο περιπτώσεις, αποτελείται από 3-4 μέλη, το 20% από 5-6 μέλη και το 30% από 1-2 μέλη. Ακόμη, το 82% των αρχηγών των συμβατικών εκμεταλλεύσεων και το 87% των βιολογικών έχουν εξωγεωργικό εισόδημα.
Το 98% των αρχηγών των συμβατικών εκμεταλλεύσεων είναι άνδρες και το 2% γυναίκες, με μέση ηλικία 48 χρόνων. Αντίστοιχα, στις βιολογικές εκμεταλλεύσεις το 85% είναι άνδρες και το 15% γυναίκες, με μέση ηλικία 42 χρόνων. Στις συμβατικές εκμεταλλεύσεις το 48% των αρχηγών έχουν ηλικία 20-50 χρόνων, ενώ στις βιολογικές, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 67%.
Το 42% των αρχηγών των συμβατικών εκμεταλλεύσεων είναι επιπέδου δημοτικού, το 28% απόφοιτοι γυμνασίου, το 18% απόφοιτοι λυκείου και μόνο το 12% είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αντίθετα, στις βιολογικές εκμεταλλεύσεις το 20% είναι επιπέδου δημοτικού, το 30% είναι γυμνασίου, ενώ το 39% είναι λυκείου και το 11% είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ποσοστό 64% των αρχηγών των συμβατικών εκμεταλλεύσεων δεν παρακολούθησαν κανένα σεμινάριο ενημέρωσης, ενώ το 85% επισκέπτονται μέχρι δύο φορές την εβδομάδα γεωπονικές υπηρεσίες. Αντίστοιχα, το 62% των βιοκαλλιεργητών έχουν παρακολουθήσει σχετικά σεμινάρια, ενώ ποσοστό 60% έχουν τρεις και περισσότερες φορές επαφές με αντίστοιχες υπηρεσίες. Το γεγονός αυτό αντανακλά τη φιλοσοφία των βιοκαλλιεργητών έναντι των συμβατικών καλλιεργητών.
Ποσοστό 56% της έκτασης στις συμβατικές εκμεταλλεύσεις είναι ιδιόκτητη και 44% ενοικιαζόμενη. Αντίστοιχα, στις βιολογικές εκμεταλλεύσεις το 80% της έκτασης είναι ιδιόκτητη και μόνο το 20% είναι ενοικιαζόμενη.
Σχετικά με την παραγωγή, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μέση απόδοση της συμβατικής καλλιέργειας είναι 4788 κιλά/στρέμμα και της βιολογικής 3966, δηλαδή, μικρότερη κατά 21%. Η διαπίστωση αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με τη γενικότερη εκτίμηση περί χαμηλότερων αποδόσεων των βιολογικών καλλιεργειών.
Το δεύτερο στοιχείο της έρευνας αναφέρεται στην τιμή του προϊόντος, η οποία είναι 0,33 €/κιλό, για το συμβατικό λάχανο και 0,75 €/κιλό για το βιολογικό, δηλαδή, 127% υψηλότερη της συμβατικής. Μαζί με την τιμή αναφέρεται και η επιδότηση, που δίνεται στο βιολογικό προϊόν με βάση τον Κανονισμό 2078/92 της ΕΕ, η οποία ανέρχεται σε 30 €/στρέμμα.
Τα δύο αυτά στοιχεία, σύμφωνα με τους ερευνητές, προσδιορίζουν το μέγεθος της ακαθάριστης προσόδου, η οποία στη συμβατική καλλιέργεια είναι 1580 €/στρέμμα, ενώ στη βιολογική ανέρχεται στα 3005 €/στρέμμα, δηλαδή, υψηλότερη κατά 90%, μια διαφορά που οφείλεται στην αυξημένη τιμή του βιολογικού προϊόντος και στην επιδότησή του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που αφορούν στις δαπάνες παραγωγής των δύο συστημάτων καλλιέργειας του λάχανου. Το ενοίκιο του εδάφους, όπως είναι επόμενο, βρίσκεται στο ίδιο ύψος και στις δύο περιπτώσεις και ανέρχεται στα 71 €/στρέμμα. Η δαπάνη εργασίας (οικογενειακή και ξένη) φτάνει τα 270 €/στρέμμα στη συμβατική καλλιέργεια και τα 754 €/στρέμμα στη βιολογική καλλιέργεια, είναι δηλαδή υψηλότερη κατά 179% στη δεύτερη περίπτωση. Η αυξημένη αυτή δαπάνη οφείλεται κυρίως στα σκαλίσματα και σε άλλες καλλιεργητικές φροντίδες για την αντιμετώπιση των ζιζανίων και αφορά τόσο στην οικογενειακή όσο και στην ξένη εργασία.
Οι δαπάνες κεφαλαίου, εξάλλου, παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα με αυτή των δαπανών εργασίας. Στη συμβατική καλλιέργεια το ύψος του κεφαλαίου ανέρχεται στα 1113 €/στρέμμα και στη βιολογική στα 1880 €/στρέμμα, μια διαφορά ίση με 767 €/στρέμμα ή ποσοστό 69% υψηλότερο στη βιολογική καλλιέργεια. Μια γενική εικόνα κατανομής των δαπανών κατά συντελεστή παραγωγής φανερώνει ότι οι δαπάνες κεφαλαίου είναι η κυριότερη κατηγορία με ποσοστό 76,5% στη συμβατική καλλιέργεια και 69,5% στη βιολογική, ένα πολύ μικρότερο ποσοστό 18,6% και 27,9% αντίστοιχα αντιπροσωπεύουν οι δαπάνες εργασίας και ακόμη μικρότερο ποσοστό 4,9% και 2,6% αντίστοιχα οι δαπάνες ενοικίου.
Συνέπεια μερικών αυξημένων κονδυλίων της βιολογικής καλλιέργειας είναι και το υψηλότερο ποσό δαπανών παραγωγής, που ανέρχεται στα 2705 €/στρέμμα, έναντι των 1454 €/στρέμμα της συμβατικής καλλιέργειας, μια διαφορά ίση με 1251 €/στρέμμα ή ποσοστό 86%. Επακόλουθο του υψηλότερου ποσού παραγωγικών δαπανών είναι και το υψηλότερο κόστος των βιολογικών προϊόντων, που αντιστοιχεί στα 0,68 €/κιλό σε σχέση με το πολύ χαμηλότερο κόστος των συμβατικών προϊόντων που είναι 0,30 €/κιλό, ή κατά 127% χαμηλότερο.
Κι ενώ έτσι αρνητική εμφανίζεται η κατάσταση για τη βιολογική καλλιέργεια αναφορικά με τις δαπάνες και το κόστος παραγωγής, εντελώς αντίθετα αποδεικνύονται τα υπόλοιπα οικονομικά στοιχεία, τα οποία έχουν και τη μεγαλύτερη σημασία για τους παραγωγούς και τις εκμεταλλεύσεις.
Έτσι, εξετάζοντας το καθαρό κέρδος των δύο περιπτώσεων διαπιστώνεται ότι στη μεν συμβατική καλλιέργεια είναι 126 €/στρέμμα, στη δε βιολογική ανέρχεται στα 300 €/στρέμμα, δηλαδή αυξημένο κατά 174 €/στρέμμα ή ποσοστό 138%. Η μεγάλη διαφορά κέρδους υπέρ της βιολογικής καλλιέργειας αποδίδεται, αφενός μεν στην πολύ υψηλότερη τιμή των βιολογικών προϊόντων σε σχέση με αυτή των συμβατικών και αφετέρου στην επιδότηση του παραπάνω κανονισμό της ΕΕ.
Ανάλογη είναι και η κατάσταση όσον αφορά το γεωργικό εισόδημα των δύο συστημάτων καλλιέργειας. Διακρίνεται η υπεροχή του γεωργικού εισοδήματος της βιολογικής καλλιέργειας, που ανέρχεται στα 1521 €/στρέμμα, ενώ της συμβατικής καλλιέργειας είναι πολύ μικρότερο 664 €/στρέμμα, είναι δηλαδή μειωμένο κατά 857 €/στρέμμα ή ποσοστό 129%.
Αναφορικά με την τεχνική αποτελεσματικότητα, η έρευνα έδειξε ότι, κατά μέσο όρο οι βιολογικές εκμεταλλεύσεις λάχανου εμφανίζονται αποτελεσματικές κατά 85%, ενώ οι συμβατικές εκμεταλλεύσεις κατά 82%.
Αναμφίβολα και στις δύο μορφές καλλιέργειας, όπως αναφέρεται στην έρευνα, οι εκμεταλλεύσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα αποτελεσματικές όσον αφορά στην αποδοτικότητά τους.
Βέβαια, οι παραπάνω μέσες εκτιμήσεις δείχνουν, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι υπάρχουν περιθώρια για ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, καθώς είναι εφικτή η αύξηση του παραγόμενου προϊόντος κατά 15% για τις βιολογικές εκμεταλλεύσεις και κατά 18% για τις συμβατικές, χωρίς να μεταβληθεί η χρήση των παραγωγικών συντελεστών, που έχουν στη διάθεσή τους οι παραγωγοί.
Ως εκ τούτου, η βελτίωση της τεχνικής αποτελεσματικότητας εκτιμάται πως θα έχει σημαντική θετική επίδραση στο συνολικό ακαθάριστο εισόδημα των εκμεταλλεύσεων.
ΠΗΓΗ: www.express.gr